όπλο
Από Ελληνικό Λεξικό
Διάλεγε το καλύτερο και η συνήθεια θα το κάνει εύκολο και ευχάριστο.
Πυθαγόρας(Ανακατεύθυνση από Όπλο)
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός |
---|---|---|
Ονομαστική | όπλο | όπλα |
Γενική | όπλου | όπλων |
Αιτιατική | όπλο | όπλα |
Κλητική | όπλο | όπλα |
Ετυμολογία
- όπλο < αρχαίο ὅπλον, εργαλείο
Ουσιαστικό
όπλο ουδέτερο
Συγγενικές λέξεις
Σύνθετα
και
Μεταφράσεις
Elsewhere on the web
English |
ΙΑΤΕ |