ώμος
Από Ελληνικό Λεξικό
Η αγάπη είναι μια μαγευτική απάτη την οποία ο άνθρωπος δέχεται με την καλή του θέληση.
Αλέξανδρος Πούσκιν(Ανακατεύθυνση από Ώμος)
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός |
---|---|---|
Ονομαστική | ώμος | ώμοι |
Γενική | ώμου | ώμων |
Αιτιατική | ώμο | ώμους |
Κλητική | ώμε | ώμοι |
Ετυμολογία
- ώμος < → Η ετυμολογία λείπει. (Προσθέστε την!)
Ουσιαστικό
ώμος αρσενικό
- Λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) αυτής της λέξης. (Προσθέστε τον/τους!)
Μεταφράσεις
Elsewhere on the web
English |
ΙΑΤΕ |