αέριο
Από Ελληνικό Λεξικό
Δεν μπορεί οποιοσδήποτε να αποκτήσει τη τέλεια αγάπη, παρά μόνο εκείνος που απέβαλε τον παλιό εαυτό του.
Μέγας Βασίλειος(Ανακατεύθυνση από Αέριο)
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αέριος
Ουσιαστικό
αέριο ουδέτερο
- φυσικό σώμα σε αέρια κατάσταση
- το οξυγόνο υπό κανονικές συνθήκες είναι αέριο
- (ιατρική, μόνο στον πληθυντικό) τα αέρια που παράγονται κατά τη διαδικασία της πέψης στο πεπτικό σύστημα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Κλιτή μορφή επιθέτου
αέριο
- αέριος, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του αέριος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
Elsewhere on the web
English |
ΙΑΤΕ |