αίτηση
Από Ελληνικό Λεξικό
Φτωχός δεν είναι αυτός που έχει λίγα αλλά ο πλεονέκτης.
Δημόκριτος (Ανακατεύθυνση από Αίτηση)
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αίτηση | αιτήσεις |
γενική | αίτησης | αιτήσεων |
αιτήσεως | ||
αιτιατική | αίτηση | αιτήσεις |
κλητική | αίτηση | αιτήσεις |
Ετυμολογία
- αίτηση < αρχαία ελληνική αἴτησις
Προφορά
Ουσιαστικό
αίτηση θηλυκό
- το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση
- έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι
- το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά
Συνώνυμα
Σύνθετα
Συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις
Elsewhere on the web
English |
ΙΑΤΕ |