αγανακτώ
Από Ελληνικό Λεξικό
Η αγάπη μεταμορφώνει ακόμα και τη θυσία σε χαρά.
Βίκτωρ Ουγκώ(Ανακατεύθυνση από Αγανακτώ)
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγανακτώ < αρχαία ελληνική ἀγανακτῶ
Ρήμα
αγανακτώ και αγαναχτώ
- (αμετάβατο) καταλαμβάνομαι από αγανάκτηση, δικαιολογημένο θυμό επειδή αδικούμαι ή ταλαιπωρούμαι αδικαιολόγητα
- τόσες ώρες στην αίθουσα αναμονής, αγανάκτησε ο άνθρωπος!
- (αμετάβατο) κουράζομαι πολύ μέχρι να κάνω κάτι
- αγανάκτησα μέχρι να πιάσω γραμμή με το εξωτερικό
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να θυμώσει πολύ
- τον αγανάκτησε αυτή η συμπεριφορά
Μεταφράσεις
Elsewhere on the web
English |
ΙΑΤΕ |