αγγίζω
Από Ελληνικό Λεξικό
Διδασκόμεθα περισσότερα από τα σφάλματα ενός ανθρώπου, παρά από τις αρετές του.
Λογγφέλον(Ανακατεύθυνση από Αγγίζω)
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Από το ρήμα εγγίζω. < Από το εγγύς.
Ρήμα
αγγίζω και γγίζω
- Ακουμπώ κάτι με την άκρη των δαχτύλων μου, πολύ απαλά.
- Ασχολούμαι με κάτι νέο, πολύ επιφανειακά, χωρίς να εμβαθύνω.
- (Μεταφορικά) Πειράζω κάποιον, τον προκαλώ φιλικά.
Συγγενικές λέξεις
Σύνθετα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Elsewhere on the web
English |
ΙΑΤΕ |