Προφορά
- ΔΦΑ : /a.γnɔ.'ɔ/
αγνοώ παθητικό αγνοούμαι, μετοχή παθητικού ενεστώτα: αγνοούμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου αγνοημένος
- δεν γνωρίζω ένα θέμα
- δεν δίνω σημασία σε κάποιον, περιφρονώ
Κλίση
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
αγνοήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
αγνοώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
αγνοώ
|
αγνοείς
|
αγνοεί
|
αγνοούμε
|
αγνοείτε
|
αγνοούν
|
παρατατικός
|
αγνοούσα
|
αγνοούσες
|
αγνοούσε
|
αγνοούσαμε
|
αγνοούσατε
|
αγνοούσαν
|
αόριστος
|
αγνόησα
|
αγνόησες
|
αγνόησε
|
αγνοήσαμε
|
αγνοήσατε
|
αγνόησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα αγνοώ
|
θα αγνοείς
|
θα αγνοεί
|
θα αγνοούμε
|
θα αγνοείτε
|
θα αγνοούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα αγνοήσω
|
θα αγνοήσεις
|
θα αγνοήσει
|
θα αγνοήσουμε
|
θα αγνοήσετε
|
θα αγνοήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω αγνοήσει
|
έχεις αγνοήσει
|
έχει αγνοήσει
|
έχουμε αγνοήσει
|
έχετε αγνοήσει
|
έχουν αγνοήσει
|
παρακείμενος β'
|
έχω αγνοημένο
|
έχεις αγνοημένο
|
έχει αγνοημένο
|
έχουμε αγνοημένο
|
έχετε αγνοημένο
|
έχουν αγνοημένο
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα αγνοήσει
|
είχες αγνοήσει
|
είχε αγνοήσει
|
είχαμε αγνοήσει
|
είχατε αγνοήσει
|
είχαν αγνοήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
είχα αγνοημένο
|
είχες αγνοημένο
|
είχε αγνοημένο
|
είχαμε αγνοημένο
|
είχατε αγνοημένο
|
είχαν αγνοημένο
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω αγνοήσει
|
θα έχεις αγνοήσει
|
θα έχει αγνοήσει
|
θα έχουμε αγνοήσει
|
θα έχετε αγνοήσει
|
θα έχουν αγνοήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
θα έχω αγνοημένο
|
θα έχεις αγνοημένο
|
θα έχει αγνοημένο
|
θα έχουμε αγνοημένο
|
θα έχετε αγνοημένο
|
θα έχουν αγνοημένο
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να αγνοώ
|
να αγνοείς
|
να αγνοεί
|
να αγνοούμε
|
να αγνοείτε
|
να αγνοούν
|
αόριστος
|
να αγνοήσω
|
να αγνοήσεις
|
να αγνοήσει
|
να αγνοήσουμε
|
να αγνοήσετε
|
να αγνοήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω αγνοήσει
|
να έχεις αγνοήσει
|
να έχει αγνοήσει
|
να έχουμε αγνοήσει
|
να έχετε αγνοήσει
|
να έχουν αγνοήσει
|
παρακείμενος β'
|
να έχω αγνοημένο
|
να έχεις αγνοημένο
|
να έχει αγνοημένο
|
να έχουμε αγνοημένο
|
να έχετε αγνοημένο
|
να έχουν αγνοημένο
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
αγνόει
|
|
|
αγνοείτε
|
|
αόριστος
|
|
αγνόησε
|
|
|
αγνοήστε
|
|
|
Elsewhere on the web