αγρυπνώ
Από Ελληνικό Λεξικό
Γεράματα είναι το πολύ ακριβό τίμημα που πληρώνουμε για ν' αποκτήσουμε ωριμότητα.
Τ. Στόπαρντ(Ανακατεύθυνση από Αγρυπνώ)
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγρυπνώ < → Η ετυμολογία λείπει. (Προσθέστε την!)
Ρήμα
αγρυπνώ
- μένω ξύπνιος την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να κοιμάμαι
- έχω την προσοχή μου τεταμένη, περιμένω με ένταση
Μεταφράσεις
Elsewhere on the web
English |
ΙΑΤΕ |