αεροπλάνο
Από Ελληνικό Λεξικό
Αγάπη: πονόδοντος στη καρδιά.
Χάινριχ Χάινε(Ανακατεύθυνση από Αεροπλάνο)
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός |
---|---|---|
Ονομαστική | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
Γενική | αεροπλάνου | αεροπλάνων |
Αιτιατική | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
Κλητική | αεροπλάνο | αεροπλάνα |
Ετυμολογία
- αεροπλάνο < γαλλική aéroplane
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɛ.ɾɔ.'pla.nɔ/
Ουσιαστικό
αεροπλάνο ουδέτερο

δύο αεροπλάνα σε σχηματισμό
- πτητική συσκευή, βαρύτερη από τον αέρα, που πετά χάρη στην εμφάνιση δυναμικής άνωσης στις επιφάνειες των φτερών του
- το αεροπλάνο' απογειώνεται / προσγειώνεται σε μία ώρα
- (αργκό) που είναι σε ένταση, εκνευρισμένος
- με αυτά που κάνουν μ' έχουν κάνει αεροπλάνο
Σύνθετα
Μεταφράσεις
πτητική συσκευή
Elsewhere on the web
English |
ΙΑΤΕ |